Βάρβαρες Λέξεις

«Βάρβαροι» είναι μια λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τους Αρχαίους Έλληνες για να περιγράψει όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν ήταν Έλληνες ή, γενικότερα, αυτούς που δε μιλούσαν Ελληνικά. Χρησιμοποιούταν αρκετά μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. και ετυμολογικά αναφερόταν σε αυτόν που έλεγε «βαρ-βαρ», με άλλα λόγια σε αυτόν που, για τους Έλληνες, μιλούσε ακατανόητα. Οι «Βάρβαρες Λέξεις» επιβίωσαν ως όρος έχοντας το ίδιο ακριβώς νόημα, δηλαδή λέξεις οι οποίες δεν βγάζουν νόημα. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν όμως, είναι η προέλευση που έχουν και ακόμα περισσότερο η χρησιμότητά τους.

Αυτές οι λέξεις που χαρακτηρίζονται ως «βάρβαρες», προέρχονται από διάφορους πολιτισμούς, κυρίως από τον Αιγυπτιακό, Βαβυλωνιακό και τον Ελληνικό, ενώ αποτελούν μέρος της θεολογικής και της μαγικής ορολογίας που χρησιμοποιούσαν. Η χρήση τους συναντάται κυρίως σε μαγικές ιεροτελεστίες, λόγω της δύναμης που κατέχουν ως λέξεις. Η προέλευση και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να εντοπιστεί ή να αποκρυπτογραφηθεί, τόσο χάρη στις μεταλλάξεις που υπέστησαν μέσα στους αιώνες, όσο και χάρη στο σκοπό που επιτελούσαν. Ωστόσο, μερικές από αυτές, που έχουν βρεθεί κυρίως σε Ελληνικά χειρόγραφα ή Αιγυπτιακούς παπύρους με ξόρκια, είναι πιθανό να επιδέχονται κάποιες ερμηνείες.

Ορισμένα παραδείγματα τέτοιων λέξεων είναι :

Ablanathanalba (αβλαναδαναλβα) : Αιγυπτιακής προέλευσης μαγική λέξη, από τον πάπυρο «Papyri graecae magicae» (PGM, κεφάλαιο XXXIII, στ. 1-25), χρησιμοποιούμενη στην αρχαιότητα ως τριγωνικό φυλαχτό για γοητεία, η οποία στα Ελληνικά μπορεί να διαβαστεί και αντίθετα. Kατά τον Charles William King και κάποιες άλλες εβραϊκές πηγές, σημαίνει στα Αραμαϊκά «εσύ τέχνη – πατέρα μας» (“thou art a father to us”), ωστόσο δεν είναι σε καμμία περίπτωση εβραϊκή. Η ίδια λέξη συναντάται και αργότερα, κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επίσης ως μαγική λέξη και με την ίδια χρήση.

Akrammachamarei: Άλλη μια Αιγυπτιακής προέλευσης λέξη, η οποία επίσης συναντάται στον Αιγυπτιακό πάπυρο «Papyri graecae magicae», πιό συγκεκριμένα σε ξόρκι για άμεσο οραματισμό (PGM, Κεφάλαιο V, στ. 54-69) καθώς και σε ξόρκι για εύνοια των Θεών (PGM, κεφάλαιο XXXIII, στ. 1-25).

Άλλες βάρβαρες λέξεις, των οποίων η προέλευση δεν είναι βέβαιη, είναι asanexhexeton, baldachia (λέξη που συναντά κανείς στο «μικρό κλειδί του Σολομώντα») κ.α.
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί και το τρίγωνο Abracadabra ως αντίστοιχης σημασίας και λειτουργικότητας λέξη.

Όσο για το Papyri graecae magicae, στην πραγματικότητα είναι ένα σύνολο από πάπυρους που ανήκε στην προσωπική συλλογή του Giovanni d’Anastasi Cocchini (Ιωάννης Αναστάσιος Κοκκίνης). Ο Giovanni d’Anastasi ήταν έλληνας διπλωμάτης, γεννημένος στην Αίγυπτο το 1795, ο οποίος απέκτησε μεγάλη περιουσία υπηρετώντας ως επιθεωρητής στο στρατό του Ναπολέοντα. Ένα από τα μεγάλα ενδιαφέροντά του ήταν η συλλογή διάφορων ιστορικών κειμηλίων, αλλά κυρίως βιβλίων και χειρογράφων. Ο ίδιος συνέλεξε αρκετά χειρόγραφα από την Αίγυπτο τα οποία στη συνέχεια πούλησε σε διάφορα μουσεία. Κάποια από αυτά τα χειρόγραφα που βρέθηκαν έπειτα από έρευνα στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν και τα χειρόγραφα που λέγεται πως του έδωσε ένας άγνωστος άνδρας στις Θήβες της Αιγύπτου, τα οποία ονόμασε Papyri graecae magicae – όνομα που χαρακτηρίζει πλήρως το περιεχόμενό τους. Προέλευση των παπύρων εικάζεται πως είναι η πόλη της Αλεξάνδρειας, αν και καμία σκέψη για την πραγματική προέλευση δεν ξεπερνά το επίπεδο της εικασίας. Ωστόσο, είναι εξαιρετικής σημασίας χειρόγραφα αν σκεφτεί κανείς πως τα περισσότερα χειρόγραφα με τέτοιου είδους πληροφορίες έγιναν στάχτη σε διάφορες ιστορικές στιγμές. Η εποχή στην οποία γράφτηκαν είναι επίσης απροσδιόριστη, αν και λέγεται πως έχουν ίδια ηλικία με τα ερμητικά κείμενα (ΑΝ δεχτούμε πως τα τελευταία συντάχτηκαν σε προκατακλυσμιαία εποχή και όχι κατά την αναγέννηση).
Επιστρέφοντας στις βάρβαρες λέξεις, το πλέον σημαντικό στοιχείο αναφορικά με τη χρήση ή το σκοπό τους είναι η δύναμή τους που στηρίζεται στην απουσία νοήματος, αλλά και στην τονικότητα – στην προφορά τους. Είναι γνωστή η διδασκαλία του Ιάμβλιχου στους μαθητές του να μην αναλώνουν την προσοχή τους στην αποκωδικοποίηση τέτοιων λέξεων, ακόμα και όταν αυτό είναι δυνατό, αλλά να επικεντρώνονται στον ήχο της. Όπως θα γίνει καλύτερα κατανοητό παρακάτω, ο ήχος / η προφορά είναι το στοιχείο των λέξεων που προσδίδει δύναμη στο εκάστοτε τελετουργικό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως μερικές βάρβαρες λέξεις έχουν χρησιμοποιηθεί κατ’ εξοχήν και ως ονόματα θεοτήτων, αγγέλων και πνευμάτων. Σε επικλήσεις, η χρησιμότητά τους εντοπίζεται στην εξύψωση της διάνοιας από τον χονδροειδούς φύσεως κόσμο, μέσω της απελευθέρωσης από την ορθολογική και οργανωμένη σκέψη…. Ένας μηχανισμός έξαψης της εκστατικής συνείδησης. Επιπροσθέτως, το αποτέλεσμα του «αποσυντονισμού» από την οργανωμένη σκέψη (πέρα από τη δύναμη που έχουν ώστε να μεταστρέφουν τη συνειδητότητα σε άλλο επίπεδο) που προκαλούν με το άκουσμά τους, χρησιμεύει και σε άλλου είδους επικλήσεις, πιο «επιθετικού χαρακτήρα». Διότι αν μπορεί κανείς να αποσυντονιστεί από το άκουσμα μιας λέξης, μπορεί να αποσυντονίσει και κάποιον άλλον. Μιλώντας για αποσυντονισμό βέβαια, μιλάμε ουσιαστικά για την απόσπαση της προσοχής του συνειδητού νου με το να προσπαθεί να βγάλει νόημα από τις λέξεις που δεν καταλαβαίνει.
Στο σύγχρονο αποκρυφισμό, συναντούμε εσωτεριστές σαν τον Aleister Crowley και τον John Dee να χρησιμοποιούν και να εξελίσσουν τη χρησιμότητα των βάρβαρων λέξεων, μέσα από διάφορες επικλήσεις και τελετουργίες. Κάπως έτσι, τα τελευταία χρόνια συναντάμε μια νέα γλώσσα, επηρεασμένη από τις καταβολές της χαοτικής μαγείας, που στην ξένη βιβλιογραφία αναφέρεται ως «Ouranian-Barbaric».
Η Ouranian-Barbaric είναι μια γλώσσα η οποία κατασκευάστηκε και συνεχίζει να διαμορφώνεται από εσωτερικούς κύκλους, ακολουθώντας ένα πιο ιδιόρρυθμο μονοπάτι από αυτό που ακολουθούν οι περισσότερες γλώσσες στον κόσμο κατά τη διαμόρφωσή τους, ή από αυτό που ακολουθούν όσοι επιχειρούν τη σύσταση μιας εντελώς νέας γλώσσας (βλ. quenya του Tolkien). Θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα πως είναι περισσότερο μια εξειδικευμένης χρήσεως φρασεολογία καθώς δεν έχει συντακτικό, κλίσεις, χρόνους κτλ., όπως η συντριπτική πλειοψηφία των γλωσσών. Το κλειδί εδώ είναι πως κάθε λέξη έχει την ισοδύναμή της σε αυτή τη γλώσσα, ενώ η ίδια λέξη δεν αποτελεί ρίζα για τη δημιουργία άλλων παράγωγων. Για παράδειγμα, η λέξη «μαγεία» αποδίδεται ως ‘evifith’ στην «ουρανική» γλώσσα, ενώ ο «μάγος» λέγεται ‘Bejvas’. Στο διαδίκτυο μπορεί να συναντήσει κανείς σελίδες με αντιστοιχίες αγγλικών και Ουρανικών λέξεων. Στην πραγματικότητα, εκτυλίσσεται ένα ενδιαφέρον «παιχνίδι» σε μερικούς διαδικτυακούς κύκλους, ένα «κυνήγι» νέων βάρβαρων λέξεων με σκοπό τη συλλογή τους και έπειτα τη χρήση τους.

Μια ισοδύναμη περίπτωση τέτοιας γλώσσας είναι η δημιουργία της ενωχιανής γλώσσας από τον John Dee και τον Edward Kelley, με τη διαφορά πως αυτό το σύστημα ήταν πιο οργανωμένο και πιο δομημένο, οδηγώντας μάλιστα στη δημιουργία της «ενωχιανής μαγείας». Βέβαια, το ενωχιανό σύστημα δεν αποτελείται μόνο από βάρβαρες λέξεις (αλλά χρησιμοποιεί τέτοιες), ενώ ενδεχομένως να συναντήσει κανείς ορισμένες ελλείψεις στο λεξιλόγιό του.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που αφορά βάρβαρες λέξεις, είναι η χρησιμοποίησή τους στη μυθολογία Κθούλου από τον H.P. Lovecraft. Ο ίδιος λοιπόν μας διηγείται για έναν παράφρονα άραβα, τον Abdul Alhazred, (ο οποίος είναι γνωστός κυρίως για την ενασχόλησή του με το νεκρονομικόν) ο οποίος ταξίδεψε στην Αίγυπτο με σκοπό να ανακαλύψει αποκρυφιστικά μυστικά (και τελικά βρήκε το necronomicon όπου τον τρέλανε και τελικώς τον σκότωσε). Η εποχή στην οποία τοποθετείται αυτή η ιστορία, μεταξύ 4ου και 10ου αιώνα π.Χ., είναι μια εποχή όπου η Αίγυπτος είναι η υπέρτατη πηγή πληροφοριών όσον αφορά αποκρυφιστικά ζητήματα. Κατά την ίδια εποχή, εισάγονται σε μαγικά κείμενα και παρεφθαρμένες Αιγυπτιακές λέξεις, όπου μαζί με άλλες κοπτικές, γνωστικές και ελληνικές αντίστοιχες, ενσωματώνονται σε αραβικά μαγικά συστήματα και αλφάβητα.
Λέγεται λοιπόν πως ο Lovecraft χρησιμοποίησε τέτοιες λέξεις στα διηγήματά του. Οι θεότητες που χρησιμοποιεί μάλιστα, όπως ο Yog-Sothoth και ο Nyarlathotep είναι αρκετά πιθανόν να είναι βάρβαρες λέξεις ή σύνθετα βάρβαρων λέξεων, με Αιγυπτιακή προέλευση. Πέρα από τις καταλήξεις των ονομάτων που φαίνεται ξεκάθαρα πως είναι Αιγυπτιακές, τα ονόματα φαίνεται πως προέρχονται από υπάρχουσες Αιγυπτιακές θεότητες, όπως ο Θωθ (Thoth ή Tehut), ενώ ο Ausaa-Thoth είναι στην ουσία μια φράση που μεταφράζεται ως «η ευφυία του Θωθ». Ο Κθούλου (Cthulhu) μοιάζει με την αραβική λέξη Khadhulu όπου μεταφράζεται ως «αυτός που εγκαταλείπει» κτλ. Γενικότερα όμως, αυτές καθώς και άλλες λέξεις παραπέμπουν έμμεσα, με διάφορες διασυνδέσεις μεταξύ τους, σε αραβικής προέλευσης ιερά / μαγικά κείμενα, στα οποία πιθανότατα να εισήχθηκαν μέσω της προαναφερόμενης ενσωμάτωσης. Το «δούναι και λαβείν» στα γλωσσικά στοιχεία μεταξύ των πολιτισμών, άλλωστε, είναι κάτι το δεδομένο – ιδίως όταν οι λέξεις που «ανταλλάσσονται» κρύβουν μέσα τους κάποια δύναμη, όπως οι βάρβαρες λέξεις που εξετάζουμε, τότε είναι αναμενόμενο να ταξιδεύουν μέσα από διάφορες γλώσσες, από διάφορους πολιτισμούς, να αλλάζουν και τελικά οι ίδιες λέξεις μέσα από όλες αυτές τις «μετακινήσεις» να μη σημαίνουν τίποτα αλλά ταυτόχρονα να σημαίνουν πολλά…
Από την άλλη όμως, για να επιστρέψουμε και σε προηγούμενες αναφορές, υπάρχουν και οι βάρβαρες λέξεις που έχουν κατασκευαστεί πρόσφατα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε διάφορων ειδών μαγικές πρακτικές. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν μεθοδολογίες κατά τις οποίες μπορεί να φτιάξει κανείς μόνος του βάρβαρες λέξεις. Η πιο συνηθισμένη είναι να διατυπώνει κανείς το στόχο της τελετουργίας και να παραμορφώνει τις λέξεις που τον συνθέτουν, ενώ στη συνέχεια αποφασίζει για το πώς θα τις προφέρει και στη συνέχεια τις απαγγέλλει με συνεχείς επαναλήψεις μέχρι να φτάσει κάποια στιγμή στη ζητούμενη «ψυχολογική» κατάσταση όπου θα μπορεί να επιφέρει τις απαραίτητες αλλαγές. Ως παραμόρφωση των λέξεων που συνθέτουν το στόχο, νοείται η αφαίρεση επαναλαμβανόμενων γραμμάτων και η ενδεχόμενη σύμπτυξη μερικών από τις παραμορφωμένες λέξεις που θα προκύψουν.

Τέλος, μια πιό επιστημονική προσέγγιση των βάρβαρων λέξεων όπου παρουσιάζει και αρκετό ενδιαφέρον, είναι μέσω ενός κλάδου της νευρο-επιστήμης, που ακούει στο όνομα Neurolinguistics. Αυτός ο κλάδος (ο οποίος δεν συνδέεται άμεσα σαν όρος ή σαν θέμα με το “νευρογλωσσικό προγραμματισμό”) μελετά τους μηχανισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου που ευθύνονται για την ικανότητα κατανόησης, τη δημιουργία και τη χρήση μιας γλώσσας, είτε αυτή είναι προφορική, είτε γραπτή, είτε νοημάτική. Μάλιστα, ο ίδιος κλάδος έχει φέρει στο προσκήνιο την ύπαρξη μιας περιοχής του εγκεφάλου, τη λεγόμενη Broca, της οποίας η σημαντικότητα εντοπίζεται στο ότι λαμβάνει μέρος στις διαδικασίες κατεργασίας της γλώσσας (από τον ανθρώπινο εγκέφαλο), στην παραγωγή της ομιλίας και φυσικά στις διαδικασίες κατανόησης.

Για περισσότερες πληροφορίες : http://en.wikipedia.org/wiki/Neurolinguistics

You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0 feed.You can leave a response, or trackback from your own site.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

twenty + two =