Παραμυθισμοί

“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις ταξιδιώτες”.

Και αυτό πρόκειται για την βάση κάθε αξιοπρεπούς παραμυθιού. Μια ιδέα απλή και εύπεπτη.

Τρεις ταξιδιώτες μια φορά κι έναν καιρό, ναι. Αλλά ποιοι ήταν, ποιος ήταν ο δρόμος τους, γιατί τρεις οι ταξιδιώτες και πάνω απ’ όλα γιατί μια φορά κι έναν καιρό;

Ίσως φαίνεται παράξενο, αλλά τα ερωτηματικά στην αρχή κάθε παραμυθιού έχουν σημασία πολύ μεγαλύτερη από το ίδιο το παραμύθι. Γιατί τα παραμύθια έχουν μια ιδιοτροπία.

Λατρεύουν τις ερώτησεις.

 

Λατρεύουν την απορημένη έκφραση στα πρόσωπα παιδιών και ενηλίκων. Λατρεύουν την αγωνία για κάτι που είναι αναμενόμενο ότι θα συμβεί.. Μα πάνω απ’ όλα λατρεύουν να ανατρέπουν το αναμενόμενο. Γιατί ανατροπή σημαίνει ελπίδα, σημαίνει ενδιαφέρον και σπασμένες μάσκες. Αλλά κυρίως, σημαίνει περισσότερες ερωτήσεις.

Κι όμως, όσο και αν τα παραμύθια αγαπούν τις ερωτήσεις, όσο και αν οι ακροατές βρίσκονται εν μέσω μιας όμορφης θερινής νύχτας, κάτω από τον μεταμεσονύχτιο ουρανό, με μια φωτιά να τριζοβολάει, περιμένοντας το πρωί. Όσο και αν συμβαίνουν όλα αυτά, ο χρόνος περνάει… Κι έτσι, τι θα συμβεί όταν…

Όταν οι ερωτήσεις στερέψουν; Όταν η ανάγκη για απορίες εξαντληθεί;

Θα βρεθεί μια νέα δύναμη για να γεμίσει το κενό; Μια δύναμη που θα επιλέγει τον καθένα από τους ακροατές ξεχωριστά και θα του θυμίζει τους δικούς του μαγικούς
κόσμους;

Γιατί ναι, ήταν τρεις οι ταξιδιώτες “από μια μακρινή παράξενη χώρα”, στην οποία ο άνεμος έφερνε όλες τις μυρωδιές των χιονισμένων βουνών και της απέραντης θάλασσας. Μια χώρα που κουβαλούσε ένα μυστικό. Το πρώτο μυστικό των παραμυθιών που ψιθυρίζοντας συνεχώς έλεγε: «Ποτέ, μα ποτέ, μην επιβάλεις σε αυτόν που ζει το παραμύθι σου να μπει στο μυαλό σου.Ποτέ!» Τα παραμύθια κουβαλάνε μαγεία μέσα τους, όχι επειδή ο παραμυθάς επιβάλλει τον κόσμο του, αλλά επειδή με τα παραμύθια του αναδύει τον κόσμο του ακροατή του. Αυτό! Αυτό είναι που αρχίζει να σκουντά την Φαντασία για να ξυπνήσει.

Αλλά… οι ακροτατές ζητούν περισσότερα και “μια μακρινή παράξενη χώρα” ποτέ δεν θα είναι αρκετή.. Και τρεις ταξιδιώτες ναι, ίσως στην αρχή να είχαν ενδιαφέρον, όμως…

Όμως τότε δύο φωσφορίζοντα μάτια αρχίζουν να παρατηρούν τους ταξιδιώτες να συναντούν έναν γέρο. Έναν παράξενο άνθρωπο με μορφή περίεργη, παραμορφωμένη κάτω από τα ταπεινά ρούχα του. Κοιτάζουν τους ταξιδιώτες με αποστροφή ενώ κάθονται μαζί του.. Και ενώ, ρίχνοντας ένα τελευταίο, γεμάτο δηλητήριο βλέμμα, φεύγουν για τον αφέντη τους, ο γέρος λέει στους ταξιδιώτες “Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις ταξιδιώτες”.

Και εδώ είναι που αποκτά ενδιαφέρον. Γιατί ένα παραμύθι μόνο του, σαν γέρικο δέντρο στην κορφή ενός υψώματος, δεν μπορεί να… “Αντικρύσει μια σκιά να διαφεύγει μέσα από τα φυλλώματα. Ούτε να κοιτάξει ευχαριστημένο τους ταξιδιώτες να κάθονται μαζί με τον γέρο και αυτός, αργά και νωχελικά, με τη φωνή του να ηχεί σαν ραγισμένη καμπάνα, να τους μιλά για την εποχή που πλάσματα παράξενα περπατούσαν στον κόσμο”.

Εξηγώ: Τα παραμύθια είναι συνέχεια της πραγματικότητάς μας. Ποτέ δεν στέκουν μόνα τους, με τον ίδιο τρόπο που η ζωή μας, χωρίς μια ισχυρή δόση μαγείας, καταλήγει στάσιμη και βαλτώδης, σαν τον δρόμο που επέλεξαν οι τρεις ταξιδιώτες. Τα παραμύθια για να πετάξουν χρειάζονται μια σύνδεση. Και αυτό είναι όλα όσα χρωστάει κανείς στα παραμύθια για τις υπηρεσίες τους. Μια σύνδεση ανάμεσα στον δίχως όρια κόσμο των παραμυθιών και στον περιορισμένο κόσμο των ανθρώπων. Μια σύνδεση που όσο περισσότερο παραμένει ζωντανή, τόσο περισσότερο χάνονται τα όρια της ανθρώπινης πραγματικότητας.

Την προσοχή σας εδώ. Γιατί ξαφνικά η ιστορία διακόπτεται. Μπορεί να είναι μια πολύχρωμη περαστική πεταλούδα, ο βρυχηθμός ενός δράκου ή μια καλοκάγαθη, στρουμπουλή γειτόνισσα που με τον γλυκό συνωμοτικό της τόνο ομολογεί: «Πήγα στον περιπτερά που λες, ναι τον περιπτερά! Ναι, αυτόν που η γυναίκα του, ξέρεις ποια εννοώ, παντρεύτηκε εκείνον τον έμπορο που, επειδή δεν έστειλε την κόρη του στο σχολείο της αυτοκρατορίας, ο αυτοκράτορας, ναι αυτός ο σφετεριστής μάτια μου, εξοργισμένος έκλεψε τις τρεις ομορφότερες γυναίκες της χώρας για αντίποινα».

Και, όπως και στη ζωή, ποιος ξέρει αν τρεις ταξιδιώτες έφυγαν τυχαία, τη στιγμή που τρεις όμορφες γυναίκες απήχθησαν βίαια, με έναν γέρο να τους βρίσκει στον δρόμο την ακριβή στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο; Και αν δεν πρόκειται για κάτι τυχαίο; Αν δεν ήταν ποτέ άρθρο; Κι αν ο γέρος είναι αυτός που γράφει, προσπαθώντας να σας μιλήσει για την ιστορία του; Μιλώντας για την ένωση δύο κόσμων; Προσπαθώντας να σας εξηγήσει ότι εσείς είστε ο ένας από τους τρεις ταξιδιώτες;

Και εδώ φτάνουμε στην σημαντικότερη και τελευταία πτυχή των παραμυθιών. Στην στιγμή που ο ένας από τους τρεις ταξιδιώτες βγάζει απαλά ένα προσεκτικά κρυμμένο βιβλίο,  το ανοίγει με άπειρα συναισθήματα να καθρεφτίζονται στο πρόσωπο του και διαβάζει…

 “Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις ταξιδιώτες…”

You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0 feed.You can leave a response, or trackback from your own site.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

3 × 1 =