«Είναι προφανές πως πρέπει να βασίζεται η αρμονία της φόρμας στο αξίωμα μόνον της επωφελούς προσέγγισης της ανθρώπινης ψυχής.» (ο Καντίνσκυ, ως αξίωμα της εσωτερικής αναγκαιότητας…)
Καταρχήν, πριν επιχειρηθεί ένας διάλογος περί αφηρημένης τέχνης, η ίδια θα πρέπει πρώτα να οριστεί. Βλέπετε, πρέπει να ορίζουμε τα πάντα, ανεξαρτήτως της φύσης τους και ανεξαρτήτως του αν τα κατανοούμε ή όχι… Το λεξικό μου λοιπόν ορίζει την αφηρημένη τέχνη ως τάση της σύγχρονης τέχνης που τη χαρακτηρίζει η απομάκρυνση από την αισθητή πραγματικότητα. Ως συνώνυμο δίνει τη λέξη «ανεικονική», δηλ. την τέχνη που δε δίνει λογαριασμό στην εικόνα, αλλά στην εσωτερική ουσία των πραγμάτων. Αφετηρία της αφηρημένης τέχνης αποτελεί ο 20ος αιώνας και ενώ αρχικά περιγράφει κάποια φουτουριστικά ή κυβιστικά έργα, στη συνέχεια διευρύνεται ώστε να συμπεριλάβει μια ευρύτερη γκάμα έργων. Πατέρας της αφηρημένης τέχνης θεωρείται ο Βασίλι Βασίλιεβιτς Καντίνσκυ. Εμείς θα μιλήσουμε για την αφηρημένη τέχνη σε όλες τις εκφράσεις της…
Από τον ορισμό κιόλας παρατηρούμε κάποιες «βαριές» λέξεις, όπως «απομάκρυνση», και «αισθητή πραγματικότητα». Αν θεωρήσουμε πως η τέχνη, όπως την αντιλαμβάνεται ένας καλλιτέχνης, είναι η έκφραση συναισθημάτων, λέξεων ή εννοιών, τότε έχουμε να κάνουμε με μια συνειδητή προσπάθεια μεταφοράς της εσωτερικής αλήθειας που κρύβεται στην ψυχή τους, πάνω σε ένα χαρτί. Πώς όμως γίνεται αυτή η μεταφορά και πως αυτή γίνεται αντιληπτή (αν γίνεται!) από τους ανθρώπους?
Αν εξαιρέσουμε το κίνημα του ρεαλισμού, του ντανταϊσμού και άλλων «μηδενιστικών» εκφράσεων, τότε έχουμε να κάνουμε με την προσπάθεια των περισσότερων κινημάτων να πετύχουν αυτή ακριβώς τη μεταφορά. Το στίγμα που άφησαν στο χωροχρόνο, έχει να κάνει με το κατά πόσο πέτυχαν τον στόχο αυτό, αλλά και με το ποσοστό των ανθρώπων που δέχτηκαν ή έστω αντιλήφθηκαν αυτή την προσπάθεια. Γιατί τις περισσότερες φορές, η ανθρωπότητα δεν ήταν σε θέση να αφομοιώσει ή έστω να αντικρύσει μια τέτοια διάθεση, μια τέτοια αλλαγή. Ήταν φαίνεται πολύ άμεσο το μήνυμα που περνούσαν οι εκάστοτε καλλιτέχνες, ώστε να το δεχτούν οι θεατές…
«Χαχα, κοιτάξτε, ένας κόκκινος σκύλος…….Μα δεν είναι πολύ αστείο?….. Για φαντάσου, ένας κόκκινος σκύλος….»
Αυτή ήταν η αντίδραση του κοινού για έναν κόκκινο σκύλο στον πίνακα Joyeuseté (Arearea) του Γκωγκέν, όταν τον εξέθεσε στο κοινό, στα τέλη του 18ου αιώνα. Ήταν αδιανόητο έστω το να σκεφτεί κάποιος να ζωγραφίσει έναν κόκκινο σκύλο. Ο σκύλος δε θα μπορούσε να είναι κόκκινος, δε γινόταν να είναι κόκκινος!
Φυσικά ο Γκωγκέν ως μετα-ιμπρεσιονιστής δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με την αφηρημένη τέχνη, η αντίδραση όμως του κοινού στο έργο του αυτό, όπως και σε άλλα «πρωτοποριακά» έργα άλλων καλλιτεχνών, έχει απόλυτη σχέση…
Η ανθρώπινη ψυχή υπέφερε επί πολλούς αιώνες αυτόν τον άκρατο υλισμό που της επιβαλλόταν σε κάθε εποχή, σε κάθε έκφρασή της. Απελπισμένη όπως ήταν, καταπιεζόταν και περιπλανιόταν στους δρόμους της ύπαρξης δίχως σκοπό, δίχως προορισμό. Τώρα τελευταία έχει αρχίσει να αφυπνίζεται, αλλά είναι ακόμα παγιδευμένη μέσα στον εφιάλτη της επιφάνειας, ανήμπορη να συλλάβει τα εκλεπτυσμένα αλλά απόλυτα μυνήματα που της στέλνει η αφηρημένη τέχνη. Αυτή η παγίδα στην οποία έχει πέσει, την «αναγκάζει» να θεωρεί ως τέχνη μόνο την πιστή απομίμηση της φύσης, την υλική απεικόνηση των πραγμάτων έτσι ώστε να έχουν πρακτική αξία, είτε ως διακοσμητικά, είτε ως πορτραίτα. Θεωρεί δηλαδή ως τέχνη το έργο που μπορεί ο ίδιος να καταλάβει, να του δώσει μια ερμηνεία. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο λάθος του!
Η αφηρημένη τέχνη είναι μια αληθινή πρόκληση για κάποιον που μπορεί να κοιτάξει πίσω από την τέχνη, πίσω από τις γραμμές και τις φόρμες, μέσα από την κλειδαρότρυπα της ψυχής του. Χρειάζεται θάρρος για αυτό το εγχείρημα, γιατί οι περισσότεροι φοβούνται γι’αυτό που θα αντικρύσουν ή, χειρότερα, υποκρίνονται πως δεν έχει να τους πει τίποτα ένα αφηρημένο έργο. Απεχθάνονται τον αυθορμητισμό, το παιχνίδι του υποσυνείδητου που η αφηρημένη τέχνη τους καλεί να παίξουν. Ο Καντίνσκυ είχε πει «…περιεχόμενο δεν είναι παρά μόνον αυτό που ο θεατής ζει ή αισθάνεται, κάτω από την επήρεια της φόρμας και των χρωμάτων του πίνακα…τον οποίο ζωγράφισα σχεδόν ασυνείδητα, σε μια κατάσταση μεγάλης εσωτερικής έντασης», αναφερόμενος στο έργο του «Αυτοσχεδιασμός Νο30» (1913).
Ο καλλιτέχνης της αφηρημένης ζωγραφικής δεν ζωγραφίζει απλά γραμμές με χρώματα, σε αντίθεση με την αφελή πεποίθηση των ανθρώπων που δεν τολμούν να κοιτάξουν κατάματα την ψυχή των αφηρημένων έργων. Επιδιώκει μια ευθεία επικοινωνία με το θεατή, διεγείροντας τη φαντασία και το συναίσθημα. Σκιαγραφεί λέξεις που δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμα, όχι γιατί δεν χρειάζονται, αλλά επειδή δεν μπορούν οι άνθρωποι να τις συλλάβουν, παρ’όλο που τις αισθάνονται. Πρόκειται για ερεθίσματα από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, με προορισμό τον ίδιο τον άνθρωπο, ή καλύτερα, για το πνεύμα του ανθρώπου. Έτσι, το αφηρημένο έργο, όχι μόνο υπονοεί αυτή την επικοινωνία μεταξύ ζωγράφου και θεατή, αλλά αποτελεί ένα χρυσό κλειδί για την πόρτα που οδηγεί στα Ηλλύσια Πεδία της ανθρώπινης ψυχής.
Βέβαια, εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο κάθε καλλιτέχνης που εκφράζεται μέσω της αφηρημένης τέχνης, δεν κινείται ανεξέλεγκτα. Δε βάζει τυχαίες πινελιές εδώ κι εκεί, δε σχηματίζει σχήματα χωρίς κανένα λόγο. Άλλωστε δεν έχει κανένα λόγο να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί αλλιώς δε θα σεβόταν τον εαυτό του. Αντίθετα, έχει μια γενική ιδέα του τί θέλει να εκφράσει (ή σε άλλες περιπτώσεις την αναδεικνύει στην πορεία του έργου) γιατί αυτή η «εσωτερική ένταση» που έλεγε ο Καντίνσκυ αποτελεί ένα μήνυμα που ψάχνει μια διέξοδο για να εκδηλωθεί. Ακολουθεί ένας αυτοσχεδιασμός για να κατανοηθεί και από τον ίδιο αυτή η ιδέα, ένας αυτοσχεδιασμός όμοιος με ένα «τζαμάρισμα» ενός εξαίσιου τζαζ συγκροτήματος. Είναι έκδηλη η αγωνία του να βγάλει προς τα έξω την ένταση που νιώθει, μέσα από χειρονομίες και κινήσεις που αποτυπώνονται πάνω στον καμβά και μέσα από την προσπάθειά του να τροφοδοτήσει το έργο του με ενέργεια, να του δώσει ψυχή.
Ο κορυφαίος αφηρημένος εξπρεσιονιστής, Τζάκσον Πόλοκ, δίνει μια υπέροχη εικόνα για το πώς λειτουργεί ή σκέφτεται ένας καλλιτέχνης λέγοντας:
« Ούτε καν τεντώνω το μουσαμά πριν ζωγραφίσω, προτιμώ να τον καρφώνω όπως είναι στον τοίχο ή στο πάτωμα. Έχω ανάγκη από την αντίσταση μιας ολόκληρης επιφάνειας. Στο πάτωμα αισθάνομαι πιό άνετα. Αισθάνομαι πιό κοντά στον πίνακα, μέρος του, γιατί έτσι μπορώ να περπατάω γύρω του, να δουλεύω κι από τις τέσσερις πλευρές του, να είμαι κυριολεκτικά μέσα του. Είναι κάτι ανάλογο με τη ζωγραφική στην άμμο των ινδιάνων της Δύσης. Όταν ζωγραφίζω, δεν έχω επίγνωση του τί ακριβώς κάνω. Μόνο ύστερα από μια σύντομη περίοδο εξοικείωσης βλέπω περί τίνος πρόκειται. Δε φοβάμαι να κάνω αλλαγές, να καταστρέψω μια εικόνα κ.ο.κ., γιατί ο πίνακας έχει τη δική του ζωή, την οποία και προσπαθώ να φέρω στην επιφάνεια, να αναδείξω.» (φωτογραφία: Cathedral, 1947)
Οφείλουμε στον εαυτό μας να κατανοήσουμε και να εξωτερκεύσουμε την «εσωτερική ένταση» που βρίσκεται μέσα μας, να γίνουμε φίλοι με τον εαυτό μας, να εκφράσουμε σαφείς ιδέες μέσα από αφηρημένες έννοιες, γιατί ίσως και το αφηρημένο να είναι ο πιό αποδοτικός τρόπος για να εκφραστούν αυτές οι ιδέες, αφού στην πλειοψηφία τους είναι απροσδιόριστες. Είναι και μια ηθική υποχρέωση, πέραν της δεδομένης εσωτερικής ανάγκης, που μας σπρώχνει όλο και βαθύτερα, στα άδυτα του πνεύματος, στην ψυχή μας.
Πηγές:
- Ιστορία της τέχνης
- Wikipedia.org
- Artcyclopedia.com
Leave a Reply