Ιερά Εξέταση

Ιστορία – Η Αρχή:
Όταν τον 4ο αιώνα μ.Χ. καθιερώθηκε ο Χριστιανισμός ως επίσημη θρησκεία, από τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες, οι αιρετικοί ανακηρύχθηκαν εχθροί του κράτους, κυρίως όταν εκφράζονταν βίαια.
Αρχικά, η επίσημη θέση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ήταν κάθετα ενάντια στην θανατική ποινή ή/και κακοποίηση αυτών που δικάζονταν ως αιρετικοί και περιόριζε τις ποινές στον αφορισμό. Οι διώξεις, καταδίκες, βασανισμοί και θανατώσεις που γίνονταν μέχρι τότε, ήταν ανεξάρτητες της Εκκλησίας και γίνονταν με διαταγή των εκάστοτε Ρωμαίους και Βυζαντινούς Αυτοκράτορες (βλ. π.χ. διώξεις των Παυλιανών από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα τον 10ο αιώνα και αντίστοιχα τον 12ο αιώνα διώξεις από τον Αυτοκράτορα Κομνηνό).
Έως και τον 13ο αιώνα, ουσιαστικά δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σώμα της Καθολικής Εκκλησίας που να ασχολείται αποκλειστικά με το θέμα των αιρετικών, τις συλλήψεις τους και τις δίκες τους. Το 1227 όμως, Ο Πάπας Γρηγόριος Θ’, ιδρύει την Ιερά Εξέταση, δικαστικό σώμα της Εκκλησίας, αρμόδιο για την δίωξη αιρετικών, και με -για πρώτη φορά- παπική άδεια χρήσης της θανατικής ποινής. Έτσι, ο Γρηγόριος Θ’, έμελλε να περάσει στην ιστορία ως ο Πάπας που ξεκίνησε την μεγαλύτερη (σε πληθυσμό και έτη) θρησκευτική υστερία και αιματοκύλισμα, στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Η Ιεραρχική «πυραμίδα» της Ιεράς Εξέτασης, ξεκινούσε από 2 ισόβαθμους Ανώτατους Ιεροεξεταστές, που έδιναν αναφορά κι έπαιρναν διαταγές κατ’ ευθείαν στον και από τον Πάπα. Αυτοί με την σειρά τους, μετέφεραν την διαταγή στους υπόλογούς τους Ιεροεξεταστές, οι οποίοι αποτελούσαν ένα σώμα που απαρτιζόταν όχι μονάχα από κληρικούς, μα κι από αξιωματικούς και από συμβούλους.
Οι Ιεροεξεταστές μπορούσαν να αφορίσουν έως και Πρίγκιπες, κάτι που τους έδινε κύρος και δύναμη. Η φήμη τους, από τις αρχές ακόμα της ίδρυσης της Ιεράς Εξέτασης, εξαπλώθηκε ταχύτατα, μα οι γνώμες διέφεραν ακραία: μερικοί Ιεροεξεταστές φημίζονταν για τις δίκαιες αποφάσεις τους και το έλεός τους, ενώ άλλοι έσπερναν τον τρόμο λόγω της σκληρότητά τους.   

Η ίδρυση και δράση της Ιεράς Εξέτασης, καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας της, ποτέ δεν κατάφερε να προκαλέσει ομόφωνα την αποδοχή της ύπαρξής της σε Βασιλείς, Πρίγκιπες, Αξιωματικούς, ακόμα και Καρδινάλιους κι Επισκόπους. Πάντοτε υπήρχαν τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που καταδίκαζαν την ύπαρξή της και δράση της, μα η δύναμή της και εξάπλωσή της ήταν τέτοια, που δεν καθαιρούνταν εύκολα. Πολύ σύντομα, από το δεύτερο κιόλας μισό του 13ου αιώνα, δρούσε πλέον αυτοκέφαλα, κι ούτε ο ίδιος ο Πάπας δεν μπορούσε να την σταματήσει…

Ξεκινώντας την ιστορία της, η δράση της Ιεράς Εξέτασης περιορίστηκε κυρίως στην βόρεια Γαλλία και την νότια Ιταλία, διώκοντας τους Φραγκισκανούς και τους Δομινικανούς. Σκοπός τους ήταν να συλλαμβάνουν τους αιρετικούς, να προσπαθούν να τους στρέψουν πίσω στην Καθολική Εκκλησία διδάσκοντας, κι αν δεν τα κατάφερναν, να τους δικάσουν, με ανώτατη ποινή τον θάνατο.
Πολύ γρήγορα όμως επεκτάθηκε εκτός αυτών των γεωγραφικών και θρησκευτικών ορίων, αλλά το χειρότερο ήταν ότι επεκτάθηκε και σε βίαιες μεθόδους προσηλυτισμού και εκδίκασης. Η αρχική καθοδήγηση για διδασκαλία, εφαρμόστηκε για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Από το 1252 και μετά, έχοντας πλέον και επίσημα την έγκριση για χρήση βασανιστηρίων από τον Ινοκέντιο Δ’, η δράση της τέθηκε εκτός ελέγχου και πλέον εκδικάζονταν όχι μονάχα αιρετικοί, αλλά και αλλόθρησκοι και «βλάσφημοι» και «μάγισσες» ακόμα και άνθρωποι της επιστήμης.
Ο Αλέξανδρος Δ’, το 1258, σε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσει την δράση της Ιεράς Εξέτασης και να περιορίσει την έκταση που είχε πάρει, διατάζει την διακοπή της χρήσης βασανιστηρίων, να περιοριστούν μόνο στις υποθέσεις αιρετικών και να αποκλείσουν τις υποθέσεις Μαγείας. Αλλά το διάταγμά του «έπεσε στο κενό» και η Ιερά Εξέταση συνέχισε την δράση της, ανενόχλητη από το διάταγμα. 7 χρόνια αργότερα, το 1265, ο Κλήμης Δ’ επαναφέρει επίσημα τη χρήση βασανιστηρίων και το 1326 με διάταγμα της Εκκλησίας, η Ιερά Εξέταση έχει πλέον και επίσημα την άδεια να εξετάζει υποθέσεις Μαγείας. Εκείνη τη χρονιά, ξεκινά πλέον επίσημα το λεγόμενο «κυνήγι μαγισσών».

Η πλέον γνωστή για την σκληρότητά της, ήταν η Ισπανική Ιερά Εξέταση, που ιδρύθηκε ως ανεξάρτητη από την Ρωμαϊκή Ιερά Εξέταση, το 1478 από τον βασιλιά Φερδινάρδο Ε’ και την βασίλισσα Ισαβέλλα Α’, με παπική άδεια.

Η Δράση:
Οργανωμένοι σε ομάδες, οι Ιεροεξεταστές ταξίδευαν από χωριό σε χωριό, παραμένοντας για όσο χρονικό διάστημα θεωρούσαν απαραίτητο. Αρχικά ανήγγειλαν σε κεντρικό σημείο του χωριού διαταγή να παραδοθούν αυτόβουλα οι αιρετικοί. Όσοι παραδίνονταν μόνοι τους, λάμβαναν έναν μήνα χάριτος πριν δικαστούν και η καταδίκη τους ήταν πιο ήπια, αλλά ποτέ αθωωτική.
Το επόμενο βήμα ήταν η εξέταση των κατοίκων, αναζητώντας αυτούς που δεν παραδόθηκαν. Τις πρώτες πληροφορίες τις λάμβαναν από τους κληρικούς της περιοχής, οι οποίοι δεν ήταν πάντα συνεργάσιμοι. Ακολουθούσε ανάκριση των κατοίκων, και για τους εαυτούς τους αλλά και για τους συγχωριανούς τους. Όσοι κατηγορούνταν από 1 συγχωριανό τους, θεωρούνταν ύποπτοι και όσοι κατηγορούνταν από τουλάχιστον 2 συγχωριανούς τους, θεωρούνταν ένοχοι.
Στην συνέχεια καλούνταν δημόσια οι ύποπτοι και ένοχοι να παρουσιαστούν. Όσοι παρουσιάζονταν, φυλακίζονταν αναμένοντας την δίκη και καταδίκη τους. Όσοι αρνούνταν να παρουσιαστούν, συλλαμβάνονταν δια της βίας. Και αυτοί που παρουσιάζονταν μετά την κλήση και αυτοί που συλλαμβάνονταν, ανακρίνονταν, βασανίζονταν εάν δεν ομολογούσαν αμέσως, δικάζονταν και καταδικάζονταν πρώτοι.
Το 1/3 των υποθέσεων έφταναν στα βασανιστήρια. Οι πλέον διαδεδομένες μορφές βασανιστηρίων ήταν το μαστίγωμα, το κάψιμο με πυρωμένο σίδερο σε διάφορα σημεία του σώματος, ο τροχός, το κάψιμο των ποδιών με κάρβουνα και το κρέμασμα από τους καρπούς με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη. Τα βασανιστήρια συνεχίζονταν, μέχρι ο/η κατηγορούμενος/η να ομολογήσει ή… να πεθάνει.
Λόγω του ότι υπήρχαν διαφωνίες, ακόμα και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, για το εάν η ομολογία μετά από βασανιστήρια είναι έγκυρη, οι ιεροεξεταστές σταματούσαν τα βασανιστήρια όταν ο/η κατηγορούμενος/η ομολογούσε και μετά από αρκετές ώρες του/ης ζητούσαν να επιβεβαιώσουν την ομολογία του/ης. Εάν αρνιόταν να επιβεβαιώσει, ξανάρχιζαν τα βασανιστήρια.

Ολοκληρώνοντας όλες τις διαδικασίες και πριν την εφαρμογή των ποινών, αναγγέλλονταν δημόσια όλα τα ονόματα όσων κρίθηκαν ή ομολόγησαν ένοχοι, και καταδικάστηκαν. Οι ποινές γίνονταν γνωστές σε όλους, και στους ίδιους τους κατάδικους, μονάχα λίγο πριν να εφαρμοστούν, δημόσια. Στην καλύτερη περίπτωση, η ποινή ήταν δημόσιο μαστίγωμα. Στην χειρότερη, καίγονταν ζωντανοί. Εάν κάποιος δήλωνε μετάνοια μετά την αναγγελία ποινής θανάτου στην πυρά, λάμβανε την χαριστική ποινή στραγγαλισμού προτού καεί, γλιτώνοντας έτσι τον αποτρόπαιο θάνατο της πυράς.

Από 50.000 έως 100.000 άνθρωποι καταδικάστηκαν σε θάνατο από την Ιερά Εξέταση, και έως περίπου 200.000 δικάστηκαν, βασανίστηκαν ή/και πέθαναν στην φυλακή ή κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων, μέσα στην περίοδο 1300-1800, μόνο στην Ευρώπη. Μα δυστυχώς η δράση δεν σταμάτησε τότε… δεν έχει σταματήσει ακόμα! Μέχρι και τις μέρες μας, εξακολουθούν να εμφανίζονται σποραδικά περιστατικά ομάδων που δρουν, δικάζουν και καταδικάζουν αυτόβουλα, σαν μοντέρνοι Ιεροεξεταστές. Τελευταίο περιστατικό που έγινε γνωστό, ήταν τον Ιανουάριο του 1999, όταν σε επαρχία της Νότιας Αφρικής, κάηκαν ζωντανοί 7 άνθρωποι, 4 εκ των οποίων ανήλικοι…

You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0 feed.You can leave a response, or trackback from your own site.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

three × two =