ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ – Ο ετήσιος Ζωδιακός Κύκλος

yearzodiac«Ό,τι έγινε, ήδη υπάρχει•
και ό,τι θα γίνει, ήδη έγινε•
και ο Θεός ανακαλεί τα περασμένα»
Εκκλησιαστής 3:15

   Ο άνθρωπος εκδηλώνοντας για πρώτη φορά το θρησκευτικό του συναίσθημα, λάτρεψε τον Ήλιο, την Σελήνη και τα μεγάλα λαμπερά αστέρια. Η Αστρολογία θεωρείται η αρχαιότερη γνωστή θρησκεία, με ρίζες που ξεκινούν από τους πρώτους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και η σύλληψη του ζωδιακού κύκλου είναι αρχαιότατη.

   Τα ευρήματα των αρχαιολόγων αποκαλύπτουν ότι από το 2000 π.Χ. οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και Μεσοποτάμιοι οριοθετούσαν την αρχή και το τέλος των εποχών του έτους με τους ζωδιακούς αστερισμούς που σήμερα γνωρίζουμε ως Ταύρο, Λέοντα, Σκορπιό και Υδροχόο. Πιθανολογείται ότι αυτός ο τρόπος οριοθέτησης ξεκινά νωρίτερα, ίσως ακόμα και το 5000 π.Χ.

   Όπως σήμερα γνωρίζουμε, ένα ηλιακό έτος έχει τέσσερις «στάσεις» του Ήλιου: δύο Ισημερίες (την Άνοιξη και το Φθινώπορο), δηλαδή μέρες όπου το φως και το σκοτάδι διαρκούν ίση ώρα, και δύο Ηλιοστάσια (το Καλοκαίρι και τον Χειμώνα), όπου στο μεν Θερινό Ηλιοστάσιο το φως διαρκεί περισσότερο από κάθε άλλη μέρα μέσα στο έτος και στο δε Χειμερινό Ηλιοστάσιο το σκοτάδι διαρκεί περισσότερο από κάθε άλλη μέρα μέσα στο έτος.

   Αν και δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς παρατηρήθηκαν αυτές οι «στάσεις» του Ήλιου από τους αρχαίους πολιτισμούς, γνωρίζουμε ότι σίγουρα είχαν προσδιοριστεί από την Ομηρική εποχή, αφού ο Όμηρος κάνει σχετική αναφορά στο έργο του «Οδύσσεια» [1]. Οι «στάσεις» αυτές, ορίζουν πλέον και μια από τις τέσσερις εποχές του έτους. Όμως, ο διαχωρισμός αυτός σε τέσσερις εποχές μέσα σ’ ένα έτος, δεν ήταν ανέκαθεν εφαρμόσιμος.

   Οι αρχαίοι Έλληνες εφάρμοσαν τον διαχωρισμό του έτους σε τέσσερις εποχές, περίπου τον 7ο αιώνα π.Χ. Μέχρι τότε, ακολουθούσαν το Βαβυλώνιο πρώτυπο των δύο εποχών, Καλοκαίρι και Χειμώνας. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν τρεις εποχές, μιας και βασίζονταν στις πλημμύρες του Νείλου. Μετά από κάθε πλημμύρα, ακολουθούσε η σπορά, αφού η Γη ήταν εύφορη και αργότερα, καθώς είχαν πια μεγαλώσει τα σπαρτά, γίνονταν η συγκομιδή. Με αυτή τη λογική συνέχεια των γεγονότων, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι γνώριζαν την εποχή της Πλημμύρας, της Σποράς και της Συγκομιδής.

   Ο διαχωρισμός σε ζώδια ολόκληρης της πορείας του Ήλιου στο ηλιακό έτος, εικάζεται ότι ξεκίνησε από την Βαβυλώνια αστρονομία, το 1000 π.Χ. Ο αρχικός Ζωδιακός Κύκλος των Βαβυλωνίων περιελάμβανε δεκαοκτώ ζώδια και αργότερα περιορίστηκε στα δώδεκα, μιας και δώδεκα ήταν οι μήνες του ηλιακού έτους των Βαβυλωνίων.

   Τα πρώτα δώδεκα ζώδια πήραν το όνομά τους από τις θεότητες των Μεσοποτάμιων πολιτισμών. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώρισαν την Αστρολογία από τους Βαβυλώνιους. Στη συνέχεια, οι αρχαίοι Ρωμαίοι γνώρισαν την Αστρολογία από τους αρχαίους Έλληνες και μετονόμασαν τα Μεσοποτάμια ζώδια χρησιμοποιώντας ονομασίες από τη δική τους μυθολογία. Έτσι, έφτασε σήμερα ο Δυτικός ζωδιακός να είναι γνωστός με ονομασίες παρμένες από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Ας γίνει όμως σαφές ότι οι ονομασίες των αστερισμών των ζωδίων δεν έχουν καμία σχέση με το πώς γίνεται ορατό το σύμπλεγμά τους. Πιστεύοντας οι άνθρωποι ότι ο Ουρανός καθρεφτίζει τη Γη, τα ζώδια έλαβαν τις ονομασίες και τους συμβολισμούς τους σύμφωνα με τα όσα συνέβαιναν και παρατηρούσαν οι άνθρωποι στη φύση του βορείου ημισφαιρίου της Γης την εποχή που αυτοί οι αστερισμοί γίνονταν ορατοί [2]. Ο Έλληνας αστρονόμος Πτολεμαίος (120-180 μ.Χ.), συνέλεξε και κατέγραψε τις ονομασίες που τώρα γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε για τους αστερισμούς στον δυτικό κόσμο.

   Το σύνολο των δώδεκα ζωδίων ονομάστηκε «Ζωδιακός Κύκλος» διότι στους αστερισμούς δόθηκαν κατά κύριο λόγο, μορφές ζώων. Αυτός ο Κύκλος χωρίζει το ηλιακό έτος σε δώδεκα ίσα μέρη, που ονομάζονται «Οίκοι». Κάθε Οίκος χαρακτηρίζεται από έναν αστερισμό, από τον οποίο ‘περνά’ ο Ήλιος τη δεδομένη εποχή. Δηλαδή, ο Ήλιος ανατέλλει και δύει σχεδόν ταυτόχρονα με τον αστερισμό αυτό σ’ εκείνη την εποχή του ηλιακού έτους, έτσι που ο αστερισμός δεν μπορεί να είναι ορατός. Όταν λοιπόν, για παράδειγμα, λέμε ότι «ο Ήλιος είναι στον οίκο του Αιγόκερω», εννοούμε ότι ο αστερισμός του Αιγόκερου και ο Ήλιος ανατέλλουν και δύουν ταυτόχρονα εκείνη την εποχή.

   Κάθε οίκος κατέχει 30ο στον Ζωδιακό Κύκλο, που ερμηνεύεται ως ότι ο Ήλιος παραμένει 30 ημέρες σε κάθε Οίκο. Αυτό φυσικά δεν είναι απόλυτα σωστό αστρονομικά, διότι το ηλιακό έτος δεν έχει 360 ημέρες (30×12=360) αλλά 365 [3]. Το μαθηματικό αυτό λάθος στον Ζωδιακό Κύκλο είναι -και ήταν ανέκαθεν- εσκεμμένο. Ο λόγος είναι απλός και καθαρά πρακτικός: οι 360 μοίρες σχηματίζουν τέλειο κύκλο. Όντας και το Ηλιακό έτος ένας κύκλος, οι 360 μοίρες -κατ’ επέκταση οι 360 ημέρες- είναι πιο εύκολες να χωριστούν σε δώδεκα ίσα μέρη, σχηματίζοντας ταυτόχρονα τέσσερις ίσες εποχές που να αποτελούνται από τρεις μήνες η κάθε μία (Χειμώνας, Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο).

   Για χιλιετίες οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τον Ζωδιακό Κύκλο ως ημερολόγιο, για την απλή υπενθύμιση των εργασιών που έχουν να κάνουν ανάλογα την εποχή (σπορά, φροντίδα νεογέννητων οικόσιτων ζώων, θερισμό, κ.ο.κ.) και ως υπενθύμιση των θρησκευτικών τους υποχρεώσεων.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] «Μα ο χρόνος σάνε γύρισε με τώ μηνών το διάβα, κι οι μέρες μεγαλώνανε», Οδύσσεια ραψωδία κ’ 470. Επίσης: «ψηλά, πού ‘ναι οι τροπές του ήλιου» Οδύσσεια, ραψωδία ο’ 404 (Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη).

[2] Είναι εντυπωσιακό το ότι στον ανατολικό κόσμο, οι ονομασίες των αστερισμών παραμένουν περίπου ίδιας ερμηνείας: «meṣa» = «κριάρι», «vṛṣabha» = «ταύρος», «mithuna» = «ζεύγος» (Δίδυμοι), «karka» = «καβούρι» (Καρκίνος), «siṃha» = «λιοντάρι», «kanyā» = «παρθένα», «tula» = «ισορροπία» (Ζυγός), «vrushchik» = «σκορπιός», «kārmuka» = «τόξο» (Τοξότης), «eṇa» = «αντιλόπη» (Αιγόκερως), «kumbha» = «κανάτα» (Υδροχόος), «matsya» = «ψάρι» (Ιχθύες).

[3] Για την ακρίβεια, έχει 365,2421934 ημέρες.


You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0 feed.You can leave a response, or trackback from your own site.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

20 − sixteen =