Ζούμε στην εποχή της ταχείας προόδου της τεχνολογίας και όλοι φαίνεται να παλεύουμε για να προλάβουμε αλλά και να συγκρατήσουμε τις επιπτώσεις. Οι καθημερινές τεχνολογικές εξελίξεις μπορούν να είναι για την καθημερινότητά μας τόσο συναρπαστικές όσο και αποπροσανατολισμένες. Άραγε, θα πρέπει να καλωσορίζουμε κάθε νέα εξέλιξη ή να την φοβόμαστε;
Τότε που όλα ξεκίνησαν
Πρίν από σχεδόν δυόμισυ αιώνες (τέλη του 18ου αιώνα), μεγάλη επιδημία ξέσπασε στον Δυτικό πολιτισμό. Πυρετωδώς έχτισε εκατοντάδες εργοστάσια μέσα σε βοσκοτόπια, ύψωσε χιλιάδες τσιμεντουπόλεις πάνω από γραφικά χωριουδάκια και εκατομμύρια άνθρωποι δούλευαν τουλάχιστον δώδεκα ώρες κάθε ημέρα μέσα σε μηχανές και σε λαγούμια για να βγάλουν λιγνίτη να ‘ταΐσουν’ τις μηχανές. Tα χωριατόσπιτα μετατράπηκαν σε τσιμεντένια κουτάκια και οι άλλοτε λαμπερές μεγαλουπόλεις-κέντρα τεχνών και πολιτισμού, απέκτησαν χλωμά και άχαρα προάστια εργατικών κατοικιών.
Η επιδημία αυτή βαφτίστηκε «Βιομηχανική Επανάσταση» κι όλοι ήμασταν πολύ υπερήφανοι νονοί και ένθερμοι υπερασπιστές του βαφτιστηριού μας. Για πολλά χρόνια, οτιδήποτε δεν είχε κατασκευαστεί ή επεξεργαστεί από μηχανή, ήταν άξιο μονάχα για τα σκουπίδια.
Κατά την διάρκεια των πρώτων δεκαετιών της Βιομηχανικής Επανάστασης, υπήρξε σημαντικότατη στροφή ενδιαφέροντος των επιχειρηματιών στην κατασκευή μηχανών, ικανών να αντικαταστήσουν τους πατροπαράδοτους τρόπους παραγωγής και επεξεργασίας αγαθών. Η στροφή αυτή παρατηρήθηκε κυρίως στην δυτική κοινωνία και φυσικά η καθημερινότητα των ανθρώπων άλλαξε δραστικά.
Το τοπίο ολόκληρης της Ευρώπης και της Αμερικής άλλαξε τρομακτικά. Δρόμοι, λεωφόροι, σιδηροδρομικές γραμμές και γιγαντιαία λιμάνια ξεπετάχτηκαν παντού.
Η αστυφιλία ήταν το πρώτο έντονο φαινόμενο που παρατηρήθηκε, καθώς μιλούνια μετακόμιζαν στις μεγάλες πόλεις για να βρουν δουλειά στις νέες βιομηχανίες. Τα πρώτα οικίσματα που χτιστήκαν σε χρόνο ρεκόρ για να στεγάσουν τους χιλιάδες εργάτες των εργοστασίων, θύμιζαν περισσότερο κλουβιά παρά σπίτια, με κοινόχρηστες τουαλέτες για ολόκληρες γειτονιές και ανοιχτές αποχετεύσεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι επιδημίες που αποδεκάτιζαν κάθε φορά εκατοντάδες ανθρώπους δεν άργησαν να ξεσπάσουν και να γίνουν καθημερινότητα. Για αρκετές δεκαετίες οι άνθρωποι πέθαιναν από το μολυσμένο νερό, από την πανούκλα, την χολέρα, τις διάφορες ασθένειες των πνευμόνων και τα εργατικά ατυχήματα. Όλα άκρως συνηθισμένα για την εποχή.
Η παιδική εργασία γνώρισε επίσης μεγάλη έξαρση, μιας και οι βιομήχανοι προτιμούσαν τα παιδιά για εργάτες, αφού ήταν πιο φτηνά εργατικά χέρια αλλά εξίσου αποτελεσματικά. Όλοι έχουμε διαβάσει ή δει στη μεγάλη οθόνη το κλασσικό έργο «Όλιβερ Τουιστ» του Τσαρλς Ντίκενς, που περιέγραφε με πολύ ρεαλισμό την κατάσταση και ατμόσφαιρα της εποχής. Μέχρι να περάσει σχεδόν ένας ολόκληρος αιώνας και πλέον να επιβληθούν νόμοι ενάντια της παιδικής εργασίας (στις αρχές του 20ου αιώνα), χιλιάδες παιδιά άφησαν την παιδική τους ξεγνοιασιά και αθωότητα μέσα σε βρώμικα εργοστάσια. Εκατοντάδες απ’αυτά δεν πρόλαβαν καν να ενηλικιωθούν, μιας και τα εργατικά ατυχήματα ήταν ιδιαίτερα συχνά, αλλά και οι κάκιστες συνθήκες διαβίωσής τους προκαλούσαν ποικιλία σοβαρών ασθενειών. Η θνησιμότητα των παιδιών εκείνη την εποχή αυξήθηκε κατά περίπου 25%.
Τα αποτελέσματα της Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν -και παραμένουν- η μόλυνση στα πάντα, η κακή διατροφή, η ‘άψυχη’ εργασία και προϊόν, η απομόνωση και μοναξιά, η φτώχεια, το άγχος, οι άστεγοι και η έξαρση επικίνδυνων ασθενειών που έγιναν συνηθισμένες, ενώ πριν την Βιομηχανική Επανάσταση ήταν σπάνιες έως ακόμα και άγνωστες.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, σύντομα οι ανοργάνωτες εξεγέρσεις των εργατών κατά τόπους, ολοένα και αυξάνονταν. Μέχρι που το 1779 ένας ‘τρελός’ ούρλιαξε: «φτάνει πια!» και εξοργισμένος έσπασε δύο μηχανές με τα χέρια του. Αυτός ο τρελός λεγόταν Ludd και αυτοί που ακολούθησαν αργότερα το παράδειγμά του, ονομάστηκαν ‘Λουδδίτες’. Τόσοι πολλοί οι Λουδδίτες, που χρειάστηκε να επέμβει ο Βρετανικός στρατός για να τους σταματήσει, εκτελώντας τους στην αγχόνη στις 16 Ιανουαρίου του 1812, με την κατηγορία ότι κατέστρεψαν τις νέες μηχανές -αυτές που τους καταδίκαζαν σε ανεργία και συνεπώς σε λιμοκτονία. Τότε ήταν η κορύφωση του κινήματος των Λουδδιτών, κι από τότε γλυτώσαμε απ’αυτούς και μπορέσαμε να συνεχίσουμε με την ησυχία μας να μολύνουμε, να χτίζουμε τσιμεντένια κουτιά και να γεμίζουμε τον κόσμο με μηχανές.
Για πολλά χρόνια οι Λουδδίτες παρέμεναν στην μνήμη μας ως οι αφελείς οπισθοδρομικοί εργάτες που έσπαγαν τις μηχανές επειδή δεν ήθελαν την πρόοδο και την τεχνολογική εξέλιξη. Πέρασε ο καιρός και τους ξεχάσαμε τελείως, ενώ συνεχίζαμε ανενόχλητοι την πορεία μας προς κάτι που μόνο ως ‘τεχνομανία’ μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες για να αναθεωρήσουμε, βλέποντας την τροπή που πήραν τα γεγονότα από την αλόγιστή μας χρήση της τεχνολογίας. Από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και μετά, ξαναθυμηθήκαμε εκείνους τους ‘γραφικούς οπισθοδρομικούς’ Λουδδίτες και οι ιδέες τους αναγεννήθηκαν, μέσα από μια αναλαμπή αυτοκριτικής του σύγχρονου ανθρώπου. Ο συγγραφέας Rochelle A. Smith χαρακτήρισε τους Λουδδίτες ως: «τα άτομα που πίστευαν ότι εμείς ως κοινωνία έχουμε την ευθύνη του να κρίνουμε σκληρά τις νέες τεχνολογίες που δημιουργούμε, προτού τις συμπεριλάβουμε στην ζωή μας», κι όλα τα σοβαρά διεθνή περιοδικά αφιερώνουν τακτικά χώρο σε θέματα που δικαιώνουν τους Λουδδίτες. Μια νεότερη και πιο εκσυγχρονισμένη φιλοσοφία γεννήθηκε μέσα από το πνεύμα των Λουδδιτών και άρχισε να κάνει έντονη την παρουσία της γνωστή πλέον ως: Τεχνορεαλισμός.
Τεχνορεαλισμός: η νέα φιλοσοφία του σκεπτόμενου ανθρώπου
Όπως κάθε γνώση έτσι και η τεχνολογία μπορεί από μέσο για καλύτερη διαβίωση να μετατραπεί σε ‘αόρατη’ φυλακή. «Τεχνορεαλισμός» είναι η ρεαλιστική προσέγγιση και κριτική της τεχνολογίας, χωρίς ακραίες εξάρσεις λατρείας ή εμπάθειας. Είναι η προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ της τεχνομανίας της εποχής της Βιομηχανικής Επανάστασης και του ακραίου αντιμοντερνισμού των πρώτων Λουδδιτών. Απαιτεί να σκεφτούμε και να κρίνουμε τον ρόλο που παίζει η τεχνολογία στην καθημερινή ανθρώπινη εξέλιξη.
Αυτό το μεγάλο ανοργάνωτο κίνημα του Τεχνορεαλισμού εξαπλώνεται σ’όλο το δυτικό κόσμο τα τελευταία χρόνια, επιβάλλοντας στη βιομηχανία να προσαρμοστεί, να πάψει να είναι τόσο ψυχρά τεχνολογική και να γίνει περισσότερο φυσική.
Αναζητούμε πλέον σε όλα μας τα είδη πρώτης ανάγκης -και όχι μόνο- την όσο το δυνατόν φυσικότερη σύνθεσή τους με την όσο το δυνατόν λιγότερη τεχνολογική επέμβαση. Τα ρούχα, τα παπούτσια, τα αντικείμενα με τα οποία τρώμε, κοιμόμαστε, ζούμε, τα καλλυντικά και φυσικά τα τρόφιμά μας, προτιμούμε πλέον να έχουν παραχθεί με όσο το δυνατόν πιο φυσικούς και παραδοσιακούς τρόπους. Μονάχα στις ηλεκτρικές συσκευές, τα αυτοκίνητα και τα εργαλεία μας επιζητούμε την τεχνολογία, αλλά και πάλι δεν αμελούμε να ρωτάμε με ενδιαφέρον εάν η παραγωγή και η χρήση τους είναι φιλική προς το περιβάλλον.
Είμαστε άτυποι Τεχνορεαλιστές κάθε φορά που επιλέγουμε χειροποίητα αντικείμενα αντί των εργοστασιακών, που προτιμούμε να πληρώσουμε κάτι παραπάνω για τα βιολογικά προϊόντα ή τα αγνά προϊόντα των μικρών ανώνυμων παραγωγών αντί των επώνυμων μεγαλοβιομηχανιών, που φυτεύουμε φρούτα και λαχανικά στις γλάστρες και τους κήπους μας.
Η τελευταίως παρατηρούμενη ‘στροφή’ του ανθρώπου στην φύση δεν είναι τυχαία. Μετά την μαζική υστερία για οτιδήποτε βιομηχανοποιημένο, έκαναν την εμφάνισή τους οι συνέπειες της αλόγιστης τεχνομανίας. Η ρύπανση στα πάντα, η φτωχή ψυχική και σωματική υγεία και κατά συνέπεια το συνεχώς σε πτώση βιοτικό επίπεδο, είναι το ‘χαστούκι’ που χρειαζόμασταν για να αφυπνιστούμε.
Η οικολογική συνείδηση ολοένα και γίνεται πιο δυνατή. Οι μικροπαραγωγοί και τεχνίτες που μέχρι πρότινος κινδύνευαν από αφανισμό, σήμερα αρχίζουν με ταχύς ρυθμούς να γίνονται σοβαρός ανταγωνισμός των μεγιστάνων της τεχνολογίας.
Ακόμα και οι διαφημιστές ολοένα και αποφεύγουν την έντονη αναφορά της χρήσης τεχνολογίας και προσπαθούν να τονίσουν την ‘φυσική’ προέλευση του προϊόντος.
Η τεχνολογία παλαιότερα ‘πούλαγε’. Πλέον όμως είναι ένα μειονέκτημα, ένα ‘αναγκαίο κακό’, διότι είναι πολύ αργά για να ‘κάνουμε πίσω’. Έχει αρχίσει πια να προσπαθεί να μας φέρει πιο κοντά στην φύση, όχι να μας αποκρίνει. Τι ειρωνεία…
Με την ανεξέλεγκτη χρήση και πρόοδο της τεχνολογίας, φτάσαμε ολόκληρη η ύπαρξή μας να είναι για το περιβάλλον μια μεγάλη πληγή που συνεχίζει να μεγαλώνει ώρα με την ώρα που ζούμε. Έχουμε κινητά τηλέφωνα, τηλεοράσεις, computer, αυτοκίνητα, κλιματιστικά, χρησιμοποιούμε πλαστικά αντικείμενα, χημικά υγρά για διάφορους λόγους -από καθαριστικά έως φάρμακα- που τα περισσότερα μόνο ‘αθώα’ δεν είναι για εμάς και για το περιβάλλον. Όσο κι αν ανακυκλώνουμε, όσο κι αν προσέχουμε τι αγοράζουμε, όσες φορές κι αν πάμε για αναδασώσεις ή καθαρισμούς θαλασσών, η ίδια μας η ύπαρξη εξακολουθεί να είναι πρόβλημα για τη φύση. Ανακυκλώνουμε ένα και ταυτόχρονα χρησιμοποιούμε, αναγκαστικά, δέκα άλλα πράματα που είναι δέκα νέα προβλήματα.
Τι άλλο όμως θα μπορούσαμε πλέον να κάνουμε; Είναι αδύνατον να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο και σαφώς είναι αδύνατον να σταματήσουμε ή να απαγορεύσουμε την εξέλιξη της τεχνολογίας. Φαίνεται να βρεθήκαμε σε αδιέξοδο.
Η Φύση αντεπιτίθεται
Ας αναλογιστούμε τι πραγματικά κοστίζει σε χρόνο, ηρεμία, ψυχική και σωματική υγεία, το να συγκεντρώσουμε το ποσό για το ‘τελευταία λέξη της τεχνολογίας’ κινητό μας ή τηλεόραση ή ψυγείο μας. Πόσο άγχος βιώνουμε στην εργασία μας, πόσο χρόνο αφιερώσαμε ‘κλέβοντας’ από άλλες, σαφώς πιο ευχάριστες, ασχολίες μας και πόσο κόστισαν αυτά στην υγεία μας. Με αυτήν την αξιολόγηση, κατά πόσο τελικά ‘τ’άξιζε τα λεφτά του’; Η συναισθηματική του ανταπόδοση ήταν ισάξια αυτής που παραδόθηκε; Μας έκανε πιο ευτυχισμένους;
Ταυτόχρονα, όλες αυτές οι συσκευές και μηχανήματα που δημιουργήσαμε με σκοπό να μας κάνουν την ζωή πιο εύκολη, φαίνεται να μας εκδικούνται με ποικίλους τρόπους. Επικίνδυνα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, τοξικές ουσίες στις τροφές μας, μολυσμένο το νερό που πίνουμε και ο αέρας που αναπνέουμε, βάλουν την υγεία μας διαρκώς.
Οι απειλές όμως δεν περιορίζονται μονάχα στην άμεση επίθεση στο σώμα μας. Πρόσφατες έρευνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατέληξαν στο ότι η κατάθλιψη είναι η τέταρτη ασθένεια σε όλο τον κόσμο και η δεύτερη στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Προβλέπεται ότι μέχρι το 2020 θα φτάσει να είναι η δεύτερη πιο συχνή διαταραχή υγείας, μετά τις καρδιακές παθήσεις.
Πως φτάσαμε να είμαστε καταθλιπτικοί;
Ο γνωστός Ινδός φιλόσοφος Osho έγραψε: «Η επιστήμη έχει πετύχει τόσο πολύ. Έχει κάνει θαύματα, άχρηστα θαύματα βέβαια, γιατί δεν πρόσθεσαν το παραμικρό στην ανθρώπινη ευτυχία. Και ένα θαύμα είναι άχρηστο, όταν δεν μπορεί να μεγαλώσει την ευτυχία. Αντίθετα, η ευτυχία έχει λιγοστέψει. […] Όσο περισσότερα πράγματα γίνονται με μηχανικά μέσα, τόσο λιγότερο σ’έχουν ανάγκη. Κι όσο λιγότερο σε χρειάζονται, τόσο περισσότερο νιώθεις άχρηστος, μάταιος, χωρίς νόημα. Αργά ή γρήγορα, θα σε αντικαταστήσουν τα κομπιούτερ και τότε θα αχρηστευτείς τελείως. […] Η ευτυχία έρχεται μέσα από το να νιώθεις χρήσιμος. Όταν σε χρειάζονται, νιώθεις ευτυχισμένος, γιατί αισθάνεσαι ότι η ύπαρξή σου έχει νόημα και τότε η ζωή σου αποκτά νόημα. Νιώθεις ότι σε χρειάζονται, ότι χωρίς εσένα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Τώρα όμως, χωρίς εσένα, τίποτα δεν είναι διαφορετικό. Και, μάλλον τα πράγματα θα είναι καλύτερα χωρίς εσένα, γιατί οι μηχανές είναι πιο αποτελεσματικές. Εσύ είσαι απλά εμπόδιο, ξεπερασμένος. Ο άνθρωπος είναι ξεπερασμένος σήμερα.»
Η Ψυχολογία είναι σίγουρα ένας κλάδος που ανθίζει ταχύτατα τα τελευταία χρόνια και οι Ψυχολόγοι έχουν φτάσει, για τον δυτικό πολιτισμό, να είναι εξίσου αναγκαίοι με τους γιατρούς. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, κυρίως για όσους ζουν στις μεγάλες πόλεις, έχει ως αποτέλεσμα το αίσθημα απουσίας νοήματος στη ζωή, απαισιοδοξία και ανασφάλεια που διαμορφώνεται ανάλογα την κοινωνική και εισοδηματική κατάσταση. Είναι ο φόβος του κοινωνικού αποκλεισμού που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος.
Άρα, θα πρέπει να καταλήξουμε στο ότι οι νέες έρευνες και οι νέες τεχνολογίες είναι από περιττές έως επικίνδυνες; Θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι δεν πρέπει να προοδεύσουμε άλλο;
Απέτυχε λοιπόν η επιστήμη;
Η ‘Μεγάλη Μητέρα’ όλων των Επιστημών είναι η Φιλοσοφία. Στο παρελθόν, ο άνθρωπος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τον κόσμο που τον περιέβαλε και η Επιστήμη, δηλαδή η παρατήρηση αυτού του κόσμου, ήταν η φυσική εξέλιξη. Με την παρατήρηση του κόσμου ήρθε η ερμηνεία των φαινόμενων και η γνώση/συνειδητοποίηση των φυσικών νόμων. Η τεχνολογία ήταν το επόμενο βήμα: η εφαρμογή της γνώσης που επέφερε η παρατήρηση.
Ο άνθρωπος όμως αποδείχθηκε αδύναμος, ανώριμος και ανίκανος να εφαρμόσει την γνώση που λάμβανε με τρόπο τέτοιο που να μην είναι επιβλαβής για τον ίδιο και τον κόσμο του. Παρόλο που οι Νόμοι και οι Κανόνες είναι ξεκάθαροι, ο άνθρωπος τους διαστρέβλωσε αλόγιστα, κι έτσι η τεχνολογική εξέλιξη κατέληξε σε Φαουστική συμφωνία. «Υπάρχει όριο στις υποσχέσεις της νέας τεχνολογίας και δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις ανθρώπινες αρετές και αρχές. […] Η τεχνολογία έχει πάντα απρόβλεπτες συνέπειες και δεν είναι πάντα σαφές από την αρχή ποιος θα κερδίσει ή ποιος θα χάσει», προειδοποιούσε ο καθηγητής Κοινωνιολογίας και φημισμένος ανθρωπιστής Neil Postman. Κάθε νέο προτέρημα που η τεχνολογία μας προσφέρει, έχει τουλάχιστον ένα νέο μειονέκτημα -ένα νέο πρόβλημα. Συνήθως μάλιστα το νέο ελάττωμα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο του προτερήματος. Αυτή η ανισορροπία έχει ως αποτέλεσμα να κοντεύουν πλέον τα νέα ευρήματα να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα σε μάκρος χρόνου.
Η τεχνολογία στοχεύει στο να κάνει την ζωή μας πιο εύκολη, πιο ευχάριστη και -για πολλούς ανθρώπους- πιο υποφερτή. Αυτός ήταν ανέκαθεν ο λόγος ύπαρξής της. Έφτασε όμως να επηρεάζει με απρόβλεπτο τρόπο την εργασία μας, την οικογένειά μας, την οικονομία μας, καθώς διαρκώς παρουσιάζει νέες μορφές εντάσεων και καταστροφής, εμφανίζοντας νέες απειλές για τις κοινωνίες μας.
Ας σκεφτούμε ότι κάθε νέα τεχνολογία ‘κουβαλάει’ πίσω της νέα επέκταση της μόλυνσης του περιβάλλοντος, νέα -και συνήθως άγνωστα- προβλήματα στην υγεία μας και νέα ασχήμια στη ζωή μας για να κατασκευαστεί. Τα κινητά τηλέφωνα, ως παράδειγμα, όταν πρωτοεμφανίστηκαν πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, κανείς δεν γνώριζε (ούτε ενδιαφέρθηκε ν’αναζητήσει) τις σοβαρότατες επιπτώσεις που θα έχουν στην υγεία μας. Πέρασαν τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια μέχρι να εντοπίσουμε την έκταση αυτού του κινδύνου και φυσικά είναι πλέον αργά για να ‘κάνουμε πίσω’ καταργώντας τα.
Η πραγματική ερώτηση πλέον απέναντι σε κάθε νέα τεχνολογία δεν είναι: «τι μπορεί να κάνει», αλλά: «τι μπορεί να προκαλέσει». Η τεχνολογία θα πρέπει να υπηρετεί τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος την τεχνολογία. Τους τελευταίους δύο περίπου αιώνες όμως, είμαστε ασυνείδητοι σκλάβοι του δημιουργήματός μας. Της έχουμε επιτρέψει να ελέγχει τα πάντα και το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι κοντεύει να κάνει τον βίο μας… αβίωτο. Αν και δεν ήταν ούτε είναι αυτός ο σκοπός. Με αυτόν τον ρυθμό, το επιστημονικής φαντασίας σενάριο του Μάτριξ δεν απέχει πολύ από το πραγματικό μας μέλλον.
Εδώ και κάποια χρόνια είναι σε συνεχή εξέλιξη τα σπουδαιότερα πειράματα των αιώνων: αυτά του CERN, που δίνουν συνέχεια σημαντικές ανακαλύψεις. Ταυτόχρονα, έχει ολοκληρωθεί η αποκωδικοποίηση του DNA, του λεγόμενου ‘Βιβλίου της Ζωής’, και έχουν ήδη αρχίσει τα πειράματα πάνω στο ανθρώπινο (και όχι μόνο) DNA.
Είμαστε έτοιμοι για τέτοιες γνώσεις;
Δυστυχώς, η πορεία της ιστορίας μας δείχνει πως δεν είμαστε. Έχουμε ήδη κάνει πολύ περισσότερες επιστημονικές ανακαλύψεις απ’όσες μπορούμε να διαχειριστούμε σωστά. Είναι άλλωστε ολοφάνερο από τις επιπτώσεις που έχουν στον πλανήτη μας και σ’εμάς τους ίδιους. Φαίνεται να αντιμετωπίζουμε κάθε νέα ανακάλυψή μας με την ίδια αφέλεια ενός παιδιού τριών ετών που κρατά στα χέρια του έναν αναπτήρα: είναι θέμα χρόνου το πότε θα καούμε ή θα βάλουμε φωτιά στο σπίτι μας ή και τα δύο…
___________________
Πηγές:
Five Things We Need to Know About Technological Change, by Neil Postman
There’s no going back to nature, by Walter Truett Anderson
Ο Σπόρος του Σιναπιού, του Osho
Λουδδίτες – τότε και τώρα, για την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Κατάθλιψη – η νόσος των σύγχρονων κοινωνιών, του Παναγιώτη Αθανάσαινα, για την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ηλεκτρομαγνητική καταιγίδα στο σπίτι, του Χάρη Καρανίκα, για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Leave a Reply